分散 έννοια και προφορά

分散
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

分散 ελληνικός ορισμός

fēn sàn

  • διασπορά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fēn): λεπτό
  • (sàn): διεσπαρμένος