切实 έννοια και προφορά

切实
Απλοποιημένη λέξη
切實
Παραδοσιακή λέξη

切实 ελληνικός ορισμός

qiè shí

  • πρακτικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qiè): τομή
  • (shí): πραγματικός