勤劳 έννοια και προφορά

勤劳
Απλοποιημένη λέξη
勤勞
Παραδοσιακή λέξη

勤劳 ελληνικός ορισμός

qín láo

  • εργατικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qín): επιμελής
  • (láo): εργασία