十足 έννοια και προφορά

十足
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

十足 ελληνικός ορισμός

shí zú

  • γεμάτος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shí): δέκα
  • (zú): πόδι