卧室 έννοια και προφορά

卧室
Απλοποιημένη λέξη
臥室
Παραδοσιακή λέξη

卧室 ελληνικός ορισμός

wò shì

  • υπνοδωμάτιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wò): ξαπλωμένη
  • (shì): δωμάτιο