卧
臥
卧 ελληνικός ορισμός
wò
- ξαπλωμένη
wò
- ξαπλωμένη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 卧, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 卧室 (wò shì) : υπνοδωμάτιο