室 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

室 ελληνικός ορισμός

shì

  • δωμάτιο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : κόσμος
  • : archaic variant of 世[shi4];
  • : πράγμα
  • : to serve as an official; an official; the two chess pieces in Chinese chess guarding the 'general' or 'king' 將|将[jiang4];
  • : αρέσει
  • : to serve; to attend upon;
  • : δυνητικός
  • : addicted to; fond of; stem corresponding to -phil or -phile;
  • : to devour; to bite;
  • : σι
  • : majestic manner; red; angry;
  • : πόλη
  • : τύπος
  • : to murder a superior; to murder one's parent;
  • : accustomed to; habit;
  • : to rely on; mother (formal);
  • : door pivot;
  • : to wipe;
  • : to hold; to grasp;
  • : ναί
  • : διόσπυπος
  • : (tree);
  • : σι
  • : bank; shore; name of a river;
  • : προβολή
  • : divine by stalk;
  • : to lick; to lap (up);
  • : to grow; to transplant;
  • : to sting; also pr. [zhe1];
  • : εξαρτάται από
  • : όρκος
  • : to examine; to judge;
  • : δοκιμή
  • : posthumous name or title; to confer a posthumous title;
  • : to borrow; to buy on credit; to rent out;
  • : crossbar in carriage front;
  • : κατάλληλος
  • : πεθαίνω
  • : suitable
  • : Japanese variant of 釋|释;
  • : ελευθέρωση
  • : cerium (chemistry);
  • : διακοσμώ

Παραδείγματα ποινών με 室

  • 四号去教室。
    Sì hào qù jiàoshì.
  • 请大家都到教室去上课。
    Qǐng dàjiā dōu dào jiàoshì qù shàngkè.
  • 请问,校长办公室怎么走?
    Qǐngwèn, xiàozhǎng bàngōngshì zěnme zǒu?
  • 只有小明在教室里,其他人都回家了。
    Zhǐyǒu xiǎomíng zài jiàoshì lǐ, qítā rén dōu huí jiāle.
  • 开会的地点在三楼会议室。
    Kāihuì dì dìdiǎn zài sān lóu huìyì shì.

Λέξεις που περιέχουν 室, ανά επίπεδο HSK