发生 έννοια και προφορά

发生
Απλοποιημένη λέξη
發生
Παραδοσιακή λέξη

发生 ελληνικός ορισμός

fā shēng

  • συμβούν

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fā): μαλλιά
  • (shēng): γεννάω

Παραδείγματα ποινών με 发生

  • 情况发生了很大的变化。
    Qíngkuàng fāshēngle hěn dà de biànhuà.
  • 城市已经发生了很大的改变。
    Chéngshì yǐjīng fāshēngle hěn dà de gǎibiàn.