头发 έννοια και προφορά

头发
Απλοποιημένη λέξη
頭發
Παραδοσιακή λέξη

头发 ελληνικός ορισμός

tóu fa

  • μαλλιά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tóu): κεφάλι
  • (fā): μαλλιά

Παραδείγματα ποινών με 头发

  • 姐姐的头发又黑又长。
    Jiějiě de tóufǎ yòu hēi yòu zhǎng.
  • 她照了一下镜子,发现自己头发很乱。
    Tā zhàole yīxià jìngzi, fāxiàn zìjǐ tóufǎ hěn luàn.
  • 妈妈的头发又黑又亮。
    Māmā de tóufǎ yòu hēi yòu liàng.