害怕 έννοια και προφορά

害怕
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

害怕 ελληνικός ορισμός

hài pà

  • φοβισμένος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hài): κανω κακο
  • (pà): φοβισμένος

Παραδείγματα ποινών με 害怕

  • 儿子非常害怕打针。
    Érzi fēicháng hàipà dǎzhēn.
  • 我害怕一个人晚上出门。
    Wǒ hàipà yīgè rén wǎnshàng chūmén.