层
層
层 ελληνικός ορισμός
céng
- πάτωμα
céng
- πάτωμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 层
-
我住在三层,306。
Wǒ zhù zài sān céng,306. -
男厕所在一层。
Nán cèsuǒ zài yī céng.
Λέξεις που περιέχουν 层, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
层 (céng): πάτωμα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 层出不穷 (céng chū bù qióng) : ατελείωτες
- 层次 (céng cì) : επίπεδο
- 阶层 (jiē céng) : τάξη