工作 έννοια και προφορά

工作
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

工作 ελληνικός ορισμός

gōng zuò

  • θέσεις εργασίας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (zuò): φτιαχνω, κανω

Παραδείγματα ποινών με 工作

  • 今天我的朋友不能工作,他在医院!
    jīntiān wǒ de péngyǒu bùnéng gōngzuò, tā zài yīyuàn!
  • 我很喜欢现在的工作。
    Wǒ hěn xǐhuān xiànzài de gōngzuò.
  • 我在医院工作。
    Wǒ zài yīyuàn gōngzuò.
  • 你是做什么工作的?
    Nǐ shì zuò shénme gōngzuò de?
  • 我在机场工作了三年了。
    Wǒ zài jīchǎng gōngzuòle sān niánle.