工具 έννοια και προφορά

工具
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

工具 ελληνικός ορισμός

gōng jù

  • εργαλείο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (jù): με

Παραδείγματα ποινών με 工具

  • 语言是人和人之间交流的工具。
    Yǔyán shì rén hé rén zhī jiān jiāoliú de gōngjù.
  • 常用的交通工具有汽车、火车、飞机等。
    Chángyòng de jiāotōng gōngjù yǒu qìchē, huǒchē, fēijī děng.
  • 语言是表达思想的工具。
    Yǔyán shì biǎodá sīxiǎng de gōngjù.