工艺品 έννοια και προφορά

工艺品
Απλοποιημένη λέξη
工藝品
Παραδοσιακή λέξη

工艺品 ελληνικός ορισμός

gōng yì pǐn

  • χειροτεχνία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (yì): τέχνη
  • (pǐn): προϊόν