品
品 ελληνικός ορισμός
pǐn
- προϊόν
pǐn
- προϊόν
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 榀 : classifier for roof beams and trusses;
Λέξεις που περιέχουν 品, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 产品 (chǎn pǐn) : προϊόν
- 日用品 (rì yòng pǐn) : καθημερινές ανάγκες
- 商品 (shāng pǐn) : εμπόρευμα
- 作品 (zuò pǐn) : έργα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 次品 (cì pǐn) : ελαττωματικός
- 毒品 (dú pǐn) : φάρμακο
- 工艺品 (gōng yì pǐn) : χειροτεχνία
- 品尝 (pǐn cháng) : γεύση
- 品德 (pǐn dé) : χαρακτήρας
- 品质 (pǐn zhì) : ποιότητα
- 品种 (pǐn zhǒng) : ποικιλία
- 样品 (yàng pǐn) : δείγμα