工资 έννοια και προφορά

工资
Απλοποιημένη λέξη
工資
Παραδοσιακή λέξη

工资 ελληνικός ορισμός

gōng zī

  • μισθός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (zī): κεφάλαιο

Παραδείγματα ποινών με 工资

  • 他的新工作工资很高。
    Tā de xīn gōngzuò gōngzī hěn gāo.