资
資
资 ελληνικός ορισμός
zī
- κεφάλαιο
zī
- κεφάλαιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 兹 : now; here; this; time; year;
- 咨 : συμβουλεύομαι
- 姿 : σταση του σωματος
- 孖 : twins;
- 孜 : hard-working; industrious;
- 孳 : industrious; produce; bear;
- 嵫 : name of a mountain in Gansu;
- 淄 : black; name of a river;
- 滋 : τρέφω
- 澬 : to rain continuously;
- 粢 : common millet;
- 缁 : Buddhists; black silk; dark;
- 菑 : field recently opened for cultivation; surname Zi;
- 觜 : number 21 of the 28 constellations 二十八宿, approx. Orion 猎户座;
- 訾 : to calculate; to assess; wealth;
- 資 : Capital
- 赀 : to estimate; to fine (archaic); variant of 資|资[zi1];
- 趑 : to falter; unable to move;
- 辎 : covered wagon; military supply wagon;
- 鄑 : place name;
- 锱 : ancient weight; one-eighth of a tael;
- 镃 : hoe; mattock;
- 髭 : mustache;
- 鰦 : kind of black fish (archaic); bad person (Cantonese slang);
- 鲻 : gray mullet (Mugil cephalus);
- 鼒 : tripod with a small opening on top;
- 龇 : projecting teeth; to bare one's teeth;
Παραδείγματα ποινών με 资
-
他的新工作工资很高。
Tā de xīn gōngzuò gōngzī hěn gāo.
Λέξεις που περιέχουν 资, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 工资 (gōng zī) : μισθός
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 投资 (tóu zī) : επένδυση
- 资格 (zī gé) : προσόντα
- 资金 (zī jīn) : κεφάλαια
- 资料 (zī liào) : δεδομένα
- 资源 (zī yuán) : πόροι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 物资 (wù zī) : προμήθειες
- 资本 (zī běn) : κεφάλαιο
- 资产 (zī chǎn) : περιουσιακά στοιχεία
- 资深 (zī shēn) : αρχαιότερος
- 资助 (zī zhù) : χρηματοδότηση