微不足道 έννοια και προφορά

微不足道
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

微不足道 ελληνικός ορισμός

wēi bù zú dào

  • αμελητέος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wēi): μικρο-
  • (bù): μην
  • (zú): πόδι
  • (dào): τάο