急于求成 έννοια και προφορά

急于求成
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

急于求成 ελληνικός ορισμός

jí yú qiú chéng

  • πρόθυμος για επιτυχία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jí): ανήσυχος
  • (yú): σε
  • (qiú): επαιτεία
  • (chéng): να κάνω