急功近利 έννοια και προφορά

急功近利
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

急功近利 ελληνικός ορισμός

jí gōng jìn lì

  • γρήγορη επιτυχία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jí): ανήσυχος
  • (gōng): δουλειά
  • (jìn): κοντά
  • (lì): κέρδος