近
近 ελληνικός ορισμός
jìn
- κοντά
jìn
- κοντά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 劲 : δύναμη
- 唫 : to stutter; to shut one's mouth; Taiwan pr. [yin2];
- 噤 : unable to speak; silent;
- 妗 : wife of mother's brother;
- 搢 : shake; stick into; strike;
- 晉 : Jin
- 晋 : τζιν
- 殣 : die of hunger;
- 浸 : βουτιά
- 溍 : water; name of a river;
- 濜 : river in Hubei province;
- 烬 : ashes; embers;
- 璡 : jade-like stone;
- 禁 : απαγόρευση
- 缙 : red silk;
- 肵 : table;
- 荩 : Arthraxon ciliare; loyal;
- 觐 : (history) to have an audience with the Emperor;
- 賮 : farewell presents;
- 赆 : farewell presents;
- 进 : προκαταβολή
- 進 : Enter
- 靳 : martingale; stingy;
- 𠬶 : 𠬶
Παραδείγματα ποινών με 近
-
希望它离公司近。
Xīwàng tā lí gōngsī jìn. -
我们家离公司很近。
Wǒmen jiā lí gōngsī hěn jìn. -
我家离学校很近。
Wǒ jiā lí xuéxiào hěn jìn. -
阿姨,附近有地铁站吗?
Āyí, fùjìn yǒu dìtiě zhàn ma? -
他家就住在公司附近。
Tā jiā jiù zhù zài gōngsī fùjìn.
Λέξεις που περιέχουν 近, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
近 (jìn): κοντά
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 附近 (fù jìn) : πλησίον
- 最近 (zuì jìn) : πρόσφατος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 接近 (jiē jìn) : κοντά σε
- 近代 (jìn dài) : μοντέρνοι καιροί
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 急功近利 (jí gōng jìn lì) : γρήγορη επιτυχία
- 将近 (jiāng jìn) : σχεδόν
- 近来 (jìn lái) : πρόσφατα
- 就近 (jiù jìn) : πλησίον