感冒 έννοια και προφορά

感冒
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

感冒 ελληνικός ορισμός

gǎn mào

  • κρύο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǎn): έννοια
  • (mào): κίνδυνος

Παραδείγματα ποινών με 感冒

  • 我感冒了,要吃点儿药。
    Wǒ gǎnmàole, yào chī diǎn er yào.
  • 这种感冒药对我没什么作用。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào duì wǒ méi shénme zuòyòng.
  • 他感冒了,咳嗽得很厉害。
    Tā gǎnmàole, késòu dé hěn lìhài.
  • 我感冒了,身体很难受。
    Wǒ gǎnmàole, shēntǐ hěn nánshòu.
  • 这种感冒药的效果很好。
    Zhè zhǒng gǎnmào yào de xiàoguǒ hěn hǎo.