成分 έννοια και προφορά

成分
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

成分 ελληνικός ορισμός

chéng fèn

  • συστατικό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): να κάνω
  • (fēn): λεπτό