批发 έννοια και προφορά

批发
Απλοποιημένη λέξη
批發
Παραδοσιακή λέξη

批发 ελληνικός ορισμός

pī fā

  • χονδρικο εμποριο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pī): σύνολο παραγωγής
  • (fā): μαλλιά