投资 έννοια και προφορά

投资
Απλοποιημένη λέξη
投資
Παραδοσιακή λέξη

投资 ελληνικός ορισμός

tóu zī

  • επένδυση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tóu): εκμαγείο
  • (zī): κεφάλαιο