抚摸 έννοια και προφορά

抚摸
Απλοποιημένη λέξη
撫摸
Παραδοσιακή λέξη

抚摸 ελληνικός ορισμός

fǔ mō

  • χαϊδεύοντας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fǔ): χάδι, χαϊδεύω
  • (mō): αφή