抚
撫
抚 ελληνικός ορισμός
fǔ
- χάδι, χαϊδεύω
fǔ
- χάδι, χαϊδεύω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 抚, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 抚摸 (fǔ mō ) : χαϊδεύοντας
- 抚养 (fǔ yǎng) : υψώνω