改正
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            改正 ελληνικός ορισμός
        
            gǎi zhèng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - σωστός
gǎi zhèng
- σωστός
