改进
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        改進
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                改进 ελληνικός ορισμός
        
            gǎi jìn
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - βελτιώσει
gǎi jìn
- βελτιώσει
