散发 έννοια και προφορά

散发
Απλοποιημένη λέξη
散發
Παραδοσιακή λέξη

散发 ελληνικός ορισμός

sàn fā

  • διανέμω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (sàn): διεσπαρμένος
  • (fā): μαλλιά