日用品 έννοια και προφορά

日用品
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

日用品 ελληνικός ορισμός

rì yòng pǐn

  • καθημερινές ανάγκες

HSK level


Χαρακτήρες

  • (rì): ημέρα
  • (yòng): χρήση
  • (pǐn): προϊόν