木头 έννοια και προφορά

木头
Απλοποιημένη λέξη
木頭
Παραδοσιακή λέξη

木头 ελληνικός ορισμός

mù tou

  • ξύλο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mù): ξύλο
  • (tóu): κεφάλι