本来 έννοια και προφορά

本来
Απλοποιημένη λέξη
本來
Παραδοσιακή λέξη

本来 ελληνικός ορισμός

běn lái

  • αρχικά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (běn): αυτό
  • (lái): ελα

Παραδείγματα ποινών με 本来

  • 我本来要去看演出,但是突然有事儿不能去了。
    Wǒ běnlái yào qù kàn yǎnchū, dànshì túrán yǒushì er bùnéng qùle.
  • 你本来说好要来的亚洲。
    Nǐ běnlái shuō hǎo yào lái de yàzhōu.