本领 έννοια και προφορά

本领
Απλοποιημένη λέξη
本領
Παραδοσιακή λέξη

本领 ελληνικός ορισμός

běn lǐng

  • ικανότητα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (běn): αυτό
  • (lǐng): περιλαίμιο