来自 έννοια και προφορά

来自
Απλοποιημένη λέξη
來自
Παραδοσιακή λέξη

来自 ελληνικός ορισμός

lái zì

  • από

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lái): ελα
  • (zì): από

Παραδείγματα ποινών με 来自

  • 他来自一个美丽的海边城市。
    Tā láizì yīgè měilì dì hǎibiān chéngshì.
  • 我来自山东省。
    Wǒ láizì shāndōng shěng.