树 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

树 ελληνικός ορισμός

shù

  • δέντρο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : βίλα
  • : standing up; to stand (something) up;
  • : numerous; common people (or populace); born of a concubine;
  • : συγχωρώ
  • : garrison;
  • : αριθμός
  • : Surgery
  • : τεχνική
  • : δέσμη
  • : river in Shandong;
  • : to rinse one's mouth with water; to gargle;
  • : moisture; timely rain;
  • : κατακόρυφος
  • : hastiness;
  • : insertion point in acupuncture; acupoint;
  • : coarse clothing of camel's hair;
  • : διηγούμαι
  • : acmite;

Παραδείγματα ποινών με 树

  • 春天来了,树和草都绿了。
    Chūntiān láile, shù hé cǎo dōu lǜle.
  • 树上有很多鸟在唱歌。
    Shù shàng yǒu hěnduō niǎo zài chànggē.
  • 我们学校里有很多树。
    Wǒmen xuéxiào li yǒu hěnduō shù.
  • 树上有一只小猫。
    Shù shàng yǒu yī zhǐ xiǎo māo.
  • 大风把树刮倒了。
    Dàfēng bǎ shù guā dàole.

Λέξεις που περιέχουν 树, ανά επίπεδο HSK