毛 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

毛 ελληνικός ορισμός

máo

  • μαλλιά

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : banner decorated with animal's tail;
  • : yak (Bos grunniens);
  • : δόρυ
  • : reeds; rushes;
  • : Spanish fly; grain-eating grub;
  • : very drunk; blotto; three sheets to the wind;
  • : anchor;
  • : χαίτη
  • : bang (hair); fashionable; mane;

Παραδείγματα ποινών με 毛

  • 这只小狗的毛是白色的。
    Zhè zhǐ xiǎo gǒu de máo shì báisè de.
  • 地上有一毛钱。
    Dìshàng yǒuyī máo qián.
  • 热了吧,用毛巾擦擦汗吧。
    Rèle ba, yòng máojīn cā cā hàn ba.
  • 你经常打羽毛球吗?
    Nǐ jīngcháng dǎ yǔmáoqiú ma?

Λέξεις που περιέχουν 毛, ανά επίπεδο HSK