巾
巾 ελληνικός ορισμός
jīn
- πετσέτα
jīn
- πετσέτα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 今 : αυτό
- 斤 : τζιν
- 津 : τιαντζίν
- 矜 : to boast; to esteem; to sympathize;
- 祲 : evil force;
- 筋 : τέντες
- 紟 : a sash; to tie;
- 衿 : collar; belt; variant of 襟[jin1];
- 襟 : lapel; overlap of Chinese gown; fig. bosom (the seat of emotions); to cherish (ambition, desires, honorable intentions etc) in one's bosom;
- 金 : χρυσός
Παραδείγματα ποινών με 巾
-
热了吧,用毛巾擦擦汗吧。
Rèle ba, yòng máojīn cā cā hàn ba.
Λέξεις που περιέχουν 巾, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 毛巾 (máo jīn) : πετσέτα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 围巾 (wéi jīn) : κασκόλ