气魄 έννοια και προφορά

气魄
Απλοποιημένη λέξη
氣魄
Παραδοσιακή λέξη

气魄 ελληνικός ορισμός

qì pò

  • τολμηρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qì): αέριο
  • (pò): ψυχή