污染 έννοια και προφορά

污染
Απλοποιημένη λέξη
汙染
Παραδοσιακή λέξη

污染 ελληνικός ορισμός

wū rǎn

  • ρύπανση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wū): απόβλητα
  • (rǎn): βαφή

Παραδείγματα ποινών με 污染

  • 现在环境污染越来越严重。
    Xiànzài huánjìng wūrǎn yuè lái yuè yánzhòng.