染 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

染 ελληνικός ορισμός

rǎn

  • βαφή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : edge of a tortoiseshell; see 冉冉[ran3 ran3];
  • : (jade);
  • : luxuriant growth; passing (of time);

Παραδείγματα ποινών με 染

  • 现在环境污染越来越严重。
    Xiànzài huánjìng wūrǎn yuè lái yuè yánzhòng.

Λέξεις που περιέχουν 染, ανά επίπεδο HSK