染
染 ελληνικός ορισμός
rǎn
- βαφή
rǎn
- βαφή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 染
-
现在环境污染越来越严重。
Xiànzài huánjìng wūrǎn yuè lái yuè yánzhòng.
Λέξεις που περιέχουν 染, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 污染 (wū rǎn) : ρύπανση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 传染 (chuán rǎn) : μόλυνση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 感染 (gǎn rǎn) : μόλυνση
-
染 (rǎn): βαφή