洞
洞 ελληνικός ορισμός
dòng
- τρύπα
dòng
- τρύπα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 洞, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
洞 (dòng): τρύπα
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 空洞 (kōng dòng) : κοίλος