清理 έννοια και προφορά

清理
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

清理 ελληνικός ορισμός

qīng lǐ

  • καθάρισε

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qīng): σαφή
  • (lǐ): λόγος