清 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

清 ελληνικός ορισμός

qīng

  • σαφή

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : χύνω
  • : high ranking official (old); term of endearment between spouses (old); (from the Tang Dynasty onwards) term used by the emperor for his subjects (old); honorific (old);
  • : pigsty; rest-room;
  • : hydrogen (chemistry);
  • : Japanese variant of 輕|轻;
  • : φως
  • : πράσινος

Παραδείγματα ποινών με 清

  • 他把这件事儿说得很清楚了。
    Tā bǎ zhè jiàn shì er shuō dé hěn qīngchǔle.
  • 你清楚这句话的意思吗?
    Nǐ qīngchǔ zhè jù huà de yìsi ma?
  • 我记不清楚当时的情况了。
    Wǒ jì bù qīngchǔ dāngshí de qíngkuàngle.
  • 他把原因解释得很清楚。
    Tā bǎ yuányīn jiěshì dé hěn qīngchǔ.
  • 他是否能来,我还不太清楚。
    Tā shìfǒu néng lái, wǒ hái bù tài qīngchǔ.

Λέξεις που περιέχουν 清, ανά επίπεδο HSK