漫长
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        漫長
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                漫长 ελληνικός ορισμός
        
            màn cháng
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - μακρύς
màn cháng
- μακρύς
