火车站 έννοια και προφορά

火车站
Απλοποιημένη λέξη
火車站
Παραδοσιακή λέξη

火车站 ελληνικός ορισμός

huǒ chē zhàn

  • σιδηροδρομικό σταθμό

HSK level


Χαρακτήρες

  • (huǒ): φωτιά
  • (chē): αυτοκίνητο
  • (zhàn): σταθμός

Παραδείγματα ποινών με 火车站

  • 我下午 3 点去火车站。
    Wǒ xiàwǔ 3 diǎn qù huǒchē zhàn.
  • 我去火车站后面。
    Wǒ qù huǒchē zhàn hòumiàn.
  • 我们坐出租车去火车站。
    Wǒmen zuò chūzū chē qù huǒchē zhàn.
  • 我今天中午去火车站。
    Wǒ jīntiān zhōngwǔ qù huǒchē zhàn.
  • 我已经走唱歌火车站了。
    Wǒ yǐjīng zǒu chànggē huǒchē zhànle.