站 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

站 ελληνικός ορισμός

zhàn

  • σταθμός

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : καταλαμβάνουν
  • : πόλεμος
  • : Japanese variant of 戰|战;
  • : a wooden or bamboo pen for sheep or cattle; wood or bamboo trestlework; a warehouse;
  • : Japanese variant of 棧|栈[zhan4];
  • : deep; clear (water);
  • : to burst open; to split at the seam;
  • : to dip in (ink, sauce etc);
  • : striped wild cat;
  • : unadorned but elegant dress;
  • : chariot for sleeping and conveyance;

Παραδείγματα ποινών με 站

  • 我下午 3 点去火车站。
    Wǒ xiàwǔ 3 diǎn qù huǒchē zhàn.
  • 我去火车站后面。
    Wǒ qù huǒchē zhàn hòumiàn.
  • 我们坐出租车去火车站。
    Wǒmen zuò chūzū chē qù huǒchē zhàn.
  • 我今天中午去火车站。
    Wǒ jīntiān zhōngwǔ qù huǒchē zhàn.
  • 我已经走唱歌火车站了。
    Wǒ yǐjīng zǒu chànggē huǒchē zhànle.

Λέξεις που περιέχουν 站, ανά επίπεδο HSK