灯笼 έννοια και προφορά

灯笼
Απλοποιημένη λέξη
燈籠
Παραδοσιακή λέξη

灯笼 ελληνικός ορισμός

dēng lóng

  • φανός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dēng): φως
  • (lóng): κλουβί