灯
燈
灯 ελληνικός ορισμός
dēng
- φως
dēng
- φως
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 灯
-
房间里的灯怎么不亮了?
Fángjiān lǐ de dēng zěnme bù liàngle?
Λέξεις που περιέχουν 灯, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
灯 (dēng): φως
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 灯笼 (dēng lóng) : φανός