煤炭 έννοια και προφορά

煤炭
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

煤炭 ελληνικός ορισμός

méi tàn

  • κάρβουνο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (méi): κάρβουνο
  • (tàn): άνθρακας